τετραμηνία

τετραμηνία
η , τετράμηνο]ν] τό четыре месяца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τετραμηνία" в других словарях:

  • τετραμηνία — η, Ν χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών («το ενοίκιο τής πρώτης τετραμηνίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράμηνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη] …   Dictionary of Greek

  • τετραμηνία — η χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, τετράμηνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετράμηνος — η, ο / τετράμηνος, ον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράμεινος, ον, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τεσσάρων μηνών («τετράμηνη προθεσμία») 2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων μηνών («ὗες ὀχεύονται μὲν καὶ ὀχεύουσι τετράμηνοι», Αριστοτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • Αθύρ — Ο τρίτος μήνας του αιγυπτιακού ηλιακού ημερολογίου. Περιλαμβανόταν στην πρώτη τετραμηνία και αντιστοιχεί προς τη χρονική περίοδο από 28 Οκτωβρίου έως 26 Νοεμβρίου. Ο Πλούταρχος γράφει για τον μήνα αυτό ότι είναι σπόριμος. Το όνομά του προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • τετράμηνος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί τέσσερις μήνες: Τετράμηνη άδεια. 2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων μηνών: Τετράμηνο βρέφος. 3. το ουδ. ως ουσ., τετράμηνο τετραμηνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»